lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πέφτω στα ιταλικά

Λέξη:
πέφτω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (20):
abbattere, abbattersi, affondare, cadere, calare, calo, cascare, crollare, diminuire, diminuzione, fioccare, nevicare, pascere, pascolare, piombare, piovere, precipitare, ribasso, ricadere, toccare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά πέφτω, πέφτω ψηλά στίχοι, πέφτω ψηλά, πέφτω συνώνυμα, πέφτω στο κενό, πέφτω ονειροκρίτης, πέφτω στα ιταλικά, abbattere στα ελληνικά
πέφτω στα ιταλικά