lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πέφτω στα ρωσικά

Λέξη:
πέφτω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (13):
валить, обвалить, опадать, падать, пасть, плюхать, припадать, рухнуть, рушить, сваливать, спадать, стряхивать, упасть
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά πέφτω, πέφτω ψηλά στίχοι, πέφτω ψηλά, πέφτω συνώνυμα, πέφτω στο κενό, πέφτω ονειροκρίτης, πέφτω στα ρωσικά, валить στα ελληνικά
πέφτω στα ρωσικά