lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πέφτω στα λευκορωσίας

Λέξη:
πέφτω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (11):
валіцца, выпасці, здохнуць, легчы, паваліцца, падаць, прытульвацца, скідацца, спадаць, туліцца, упасці
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας πέφτω, πέφτω ψηλά στίχοι, πέφτω ψηλά, πέφτω συνώνυμα, πέφτω στο κενό, πέφτω ονειροκρίτης, πέφτω στα λευκορωσίας, валіцца στα ελληνικά
πέφτω στα λευκορωσίας