lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πέφτω στα πορτογαλικά

Λέξη:
πέφτω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (14):
afundar, cair, catarse, cear, chover, declinar, descender, mover, nevar, pastar, ruir, sari, sucumbir, tombar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά πέφτω, πέφτω ψηλά στίχοι, πέφτω ψηλά, πέφτω συνώνυμα, πέφτω στο κενό, πέφτω ονειροκρίτης, πέφτω στα πορτογαλικά, afundar στα ελληνικά
πέφτω στα πορτογαλικά