lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συγχωνεύω στα γερμανικά

Λέξη:
συγχωνεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
fügen, gesellen, verbanden, verbinden, vereinen, vereinigen, verknüpfen, verschmelzen, verträglich, zusammenfügen, zusammenschließen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά συγχωνεύω, συγχωνεύω συνώνυμο, συγχωνεύω συνώνυμα, συγχωνεύω στα γερμανικά, fügen στα ελληνικά
συγχωνεύω στα γερμανικά