lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συγχωνεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
συγχωνεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
aliar, alunar, combinar, conectar, enlaçar, juntar, ligar, misturar, reunir, unificar, unir
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά συγχωνεύω, συγχωνεύω συνώνυμο, συγχωνεύω συνώνυμα, συγχωνεύω στα πορτογαλικά, aliar στα ελληνικά
συγχωνεύω στα πορτογαλικά