lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συγχωνεύω στα σουηδικά

Λέξη:
συγχωνεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (7):
ansluta, blanda, blandning, förena, förknippa, koppla, sammanfoga
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά συγχωνεύω, συγχωνεύω συνώνυμο, συγχωνεύω συνώνυμα, συγχωνεύω στα σουηδικά, ansluta στα ελληνικά
συγχωνεύω στα σουηδικά