lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συγχωνεύω στα δανική

Λέξη:
συγχωνεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
binde, blande, forbinde, forene, samle, sammenfatte
Σχετικές λέξεις:
δανική συγχωνεύω, συγχωνεύω συνώνυμο, συγχωνεύω συνώνυμα, συγχωνεύω στα δανική, binde στα ελληνικά
συγχωνεύω στα δανική