lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συγχωνεύω στα ρωσικά

Λέξη:
συγχωνεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
воссоединять, объединять, совместить, соединить, соединять, состыковать, срастить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά συγχωνεύω, συγχωνεύω συνώνυμο, συγχωνεύω συνώνυμα, συγχωνεύω στα ρωσικά, воссоединять στα ελληνικά
συγχωνεύω στα ρωσικά