lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνδέω στα γερμανικά

Λέξη:
συνδέω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (15):
anfügen, anschließen, assoziieren, binden, fügen, gesellen, verbanden, verbinden, vereinen, vereinigen, verknüpfen, verschmelzen, verträglich, zusammenfügen, zusammenschließen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά συνδέω, συνδέω συνώνυμα, συνδέω με κάιρο, συνδέω κλίση, συνδέω ετυμολογία, συνδέω αόριστος, συνδέω στα γερμανικά, anfügen στα ελληνικά
συνδέω στα γερμανικά