lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνδέω στα πορτογαλικά

Λέξη:
συνδέω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (19):
acoplar, agregar, aliar, alunar, amalgamar, anexar, combinar, conectar, enlaçar, fundir, juntar, juntares, ligar, misturar, reunir, soldar, unificar, unir, vincular
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά συνδέω, συνδέω συνώνυμα, συνδέω με κάιρο, συνδέω κλίση, συνδέω ετυμολογία, συνδέω αόριστος, συνδέω στα πορτογαλικά, acoplar στα ελληνικά
συνδέω στα πορτογαλικά