lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνδέω στα νορβηγικά

Λέξη:
συνδέω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
binde, blanda, blande, blandning, foga, forbinde, forene, koble, kombinere, lenke, sammenfatte, sammensatt
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά συνδέω, συνδέω συνώνυμα, συνδέω με κάιρο, συνδέω κλίση, συνδέω ετυμολογία, συνδέω αόριστος, συνδέω στα νορβηγικά, binde στα ελληνικά
συνδέω στα νορβηγικά