lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνδέω στα ρωσικά

Λέξη:
συνδέω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (13):
ассоциировать, воссоединять, завязывать, объединять, присоединять, совместить, совмещать, соединить, соединять, состыковать, сочетать, срастить, сращивать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά συνδέω, συνδέω συνώνυμα, συνδέω με κάιρο, συνδέω κλίση, συνδέω ετυμολογία, συνδέω αόριστος, συνδέω στα ρωσικά, ассоциировать στα ελληνικά
συνδέω στα ρωσικά