lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνδέω στα ουγγρική

Λέξη:
συνδέω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (11):
asszociál, csatlakozik, csatolni, egyesül, fűzni, hozzácsatol, kapcsol, kapcsolni, kapcsolódik, összekapcsol, összeköt
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική συνδέω, συνδέω συνώνυμα, συνδέω με κάιρο, συνδέω κλίση, συνδέω ετυμολογία, συνδέω αόριστος, συνδέω στα ουγγρική, asszociál στα ελληνικά
συνδέω στα ουγγρική