lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνδέω στα σουηδικά

Λέξη:
συνδέω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (13):
anknyta, ansluta, associera, blanda, blandning, foga, förena, förknippa, hopfoga, kobbe, koppla, sammanfoga, sammansatt
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά συνδέω, συνδέω συνώνυμα, συνδέω με κάιρο, συνδέω κλίση, συνδέω ετυμολογία, συνδέω αόριστος, συνδέω στα σουηδικά, anknyta στα ελληνικά
συνδέω στα σουηδικά