lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

συνδέω στα φινλανδικά

Λέξη:
συνδέω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (7):
kytkeä, liittää, eheyttää, liittyä, kiinnittää, koota, sitoa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά συνδέω, συνδέω συνώνυμα, συνδέω με κάιρο, συνδέω κλίση, συνδέω ετυμολογία, συνδέω αόριστος, συνδέω στα φινλανδικά, kytkeä στα ελληνικά
συνδέω στα φινλανδικά