lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταξιδεύω στα γερμανικά

Λέξη:
ταξιδεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (11):
befahrene, fahren, gefahren, gehen, gereist, heimfahren, hinfahren, reisen, reiten, rennen, steuern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ταξιδεύω, ταξιδεύω το εγώ μου, ταξιδεύω συνώνυμα, ταξιδεύω στιχοιμα stixoi, ταξιδεύω στίχοι, ταξιδεύω με το τρένο, ταξιδεύω στα γερμανικά, befahrene στα ελληνικά
ταξιδεύω στα γερμανικά