lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταξιδεύω στα νορβηγικά

Λέξη:
ταξιδεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (10):
bile, dra, fara, fare, ferdes, , kjøre, reise, resa, åka
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ταξιδεύω, ταξιδεύω το εγώ μου, ταξιδεύω συνώνυμα, ταξιδεύω στιχοιμα stixoi, ταξιδεύω στίχοι, ταξιδεύω με το τρένο, ταξιδεύω στα νορβηγικά, bile στα ελληνικά
ταξιδεύω στα νορβηγικά