lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταξιδεύω στα σουηδικά

Λέξη:
ταξιδεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (9):
åka, dra, fara, färdas, gå, resa, rida, ambulera, fare
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ταξιδεύω, ταξιδεύω το εγώ μου, ταξιδεύω συνώνυμα, ταξιδεύω στιχοιμα stixoi, ταξιδεύω στίχοι, ταξιδεύω με το τρένο, ταξιδεύω στα σουηδικά, åka στα ελληνικά
ταξιδεύω στα σουηδικά