lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταξιδεύω στα ουγγρική

Λέξη:
ταξιδεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (5):
menni, utazni, lovagol, utazgatni, utazgat
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική ταξιδεύω, ταξιδεύω το εγώ μου, ταξιδεύω συνώνυμα, ταξιδεύω στιχοιμα stixoi, ταξιδεύω στίχοι, ταξιδεύω με το τρένο, ταξιδεύω στα ουγγρική, menni στα ελληνικά
ταξιδεύω στα ουγγρική