lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταξιδεύω στα ιταλικά

Λέξη:
ταξιδεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (4):
andare, guidare, camminare, viaggiare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ταξιδεύω, ταξιδεύω το εγώ μου, ταξιδεύω συνώνυμα, ταξιδεύω στιχοιμα stixoi, ταξιδεύω στίχοι, ταξιδεύω με το τρένο, ταξιδεύω στα ιταλικά, andare στα ελληνικά
ταξιδεύω στα ιταλικά