lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταξιδεύω στα ρωσικά

Λέξη:
ταξιδεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
ехать, катать, ездить, разъезжать, вояжировать, пропутешествовать, путешествовать, странствовать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ταξιδεύω, ταξιδεύω το εγώ μου, ταξιδεύω συνώνυμα, ταξιδεύω στιχοιμα stixoi, ταξιδεύω στίχοι, ταξιδεύω με το τρένο, ταξιδεύω στα ρωσικά, ехать στα ελληνικά
ταξιδεύω στα ρωσικά