lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταξιδεύω στα πολωνική

Λέξη:
ταξιδεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (3):
jechać, jeździć, podróżować
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ταξιδεύω, ταξιδεύω το εγώ μου, ταξιδεύω συνώνυμα, ταξιδεύω στιχοιμα stixoi, ταξιδεύω στίχοι, ταξιδεύω με το τρένο, ταξιδεύω στα πολωνική, jechać στα ελληνικά
ταξιδεύω στα πολωνική