lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ταξιδεύω στα ισπανικά

Λέξη:
ταξιδεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (6):
andar, conducir, ir, rodar, caminar, viajar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά ταξιδεύω, ταξιδεύω το εγώ μου, ταξιδεύω συνώνυμα, ταξιδεύω στιχοιμα stixoi, ταξιδεύω στίχοι, ταξιδεύω με το τρένο, ταξιδεύω στα ισπανικά, andar στα ελληνικά
ταξιδεύω στα ισπανικά