lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μειονέκτημα στα δανική

Λέξη:
μειονέκτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (15):
brist, defekt, fejl, fejltagelse, fiasko, have, last, mangel, men, overlast, skade, skavank, synd, ulempe, uvane
Σχετικές λέξεις:
δανική μειονέκτημα, μειονέκτημα των παραδοσιακών μεθόδων αξιολόγησης επενδύσεων είναι, μειονέκτημα των δικτύων οπτικών ινών, μειονέκτημα της χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι, μειονέκτημα συνώνυμο, μειονέκτημα english, μειονέκτημα στα δανική, brist στα ελληνικά
μειονέκτημα στα δανική