lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μειονέκτημα στα πορτογαλικά

Λέξη:
μειονέκτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
avaria, carência, dano, defeito, desvantagem, detrimento, equivocais, erro, estrago, falha, falo, falta, injuria, mal, prejuízo, vicio
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μειονέκτημα, μειονέκτημα των παραδοσιακών μεθόδων αξιολόγησης επενδύσεων είναι, μειονέκτημα των δικτύων οπτικών ινών, μειονέκτημα της χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι, μειονέκτημα συνώνυμο, μειονέκτημα english, μειονέκτημα στα πορτογαλικά, avaria στα ελληνικά
μειονέκτημα στα πορτογαλικά