lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μειονέκτημα στα τσεχική

Λέξη:
μειονέκτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (22):
chyba, defekt, kaz, křivda, nectnost, nedostatek, neplecha, neprospěch, nespravedlnost, nevýhoda, neřest, omyl, porucha, poškození, skvrna, urážka, vada, zranění, ztráta, závada, újma, škoda
Σχετικές λέξεις:
τσεχική μειονέκτημα, μειονέκτημα των παραδοσιακών μεθόδων αξιολόγησης επενδύσεων είναι, μειονέκτημα των δικτύων οπτικών ινών, μειονέκτημα της χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι, μειονέκτημα συνώνυμο, μειονέκτημα english, μειονέκτημα στα τσεχική, chyba στα ελληνικά
μειονέκτημα στα τσεχική