lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μειονέκτημα στα γερμανικά

Λέξη:
μειονέκτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (15):
abbruch, beschädigung, defekt, einbuße, fehler, gebrechen, irrtum, jammer, laster, lücke, manko, nachteil, schaden, schnitzer, untugend
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά μειονέκτημα, μειονέκτημα των παραδοσιακών μεθόδων αξιολόγησης επενδύσεων είναι, μειονέκτημα των δικτύων οπτικών ινών, μειονέκτημα της χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι, μειονέκτημα συνώνυμο, μειονέκτημα english, μειονέκτημα στα γερμανικά, abbruch στα ελληνικά
μειονέκτημα στα γερμανικά