lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μειονέκτημα στα ουκρανικά

Λέξη:
μειονέκτημα (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (15):
брак, вада, дефект, збиток, зло, лихо, невигода, недолік, пошкодження, травма, ураження, ушкодження, хиба, шкода, шкоду
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά μειονέκτημα, μειονέκτημα των παραδοσιακών μεθόδων αξιολόγησης επενδύσεων είναι, μειονέκτημα των δικτύων οπτικών ινών, μειονέκτημα της χρηματοδοτικής μίσθωσης είναι, μειονέκτημα συνώνυμο, μειονέκτημα english, μειονέκτημα στα ουκρανικά, брак στα ελληνικά
μειονέκτημα στα ουκρανικά