lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ιδρύω στα γερμανικά

Λέξη:
ιδρύω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (17):
anlegen, anstecken, anziehen, begründen, einrichten, einsetzen, einspannen, errichten, gründen, installieren, justieren, rechtfertigen, stiften, umbiegen, voraussetzen, vorlegen, wetten
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ιδρύω, ιδρύω συνώνυμα, ιδρύω συνωνυμα, ιδρύω παρακείμενος, ιδρύω αρχαια παρακειμενος, ιδρύω αρχαια κλιση, ιδρύω στα γερμανικά, anlegen στα ελληνικά
ιδρύω στα γερμανικά