lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μουσκεύω στα γερμανικά

Λέξη:
μουσκεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
eintauchen, tauchen, tunken, anfeuchten, durchnässen, wässern, weichen, saugen, getunkt
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά μουσκεύω, μουσκεύω στα γερμανικά, eintauchen στα ελληνικά
μουσκεύω στα γερμανικά