lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γίνομαι στα ιταλικά

Λέξη:
γίνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (8):
divenire, diventare, luogo, sorgere, stare, dimorare, restare, rimanere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά γίνομαι, γίνομαι συνώνυμα, γίνομαι περδίκι, γίνομαι νονά, γίνομαι κουμπάρα, γίνομαι θεός γ. σαββιδάκης feat. κ. τσάβαλου stixoi, γίνομαι στα ιταλικά, divenire στα ελληνικά
γίνομαι στα ιταλικά