lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γίνομαι στα αγγλικά

Λέξη:
γίνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (8):
became, become, get, got, halt, stagnate, stand, stay
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά γίνομαι, γίνομαι συνώνυμα, γίνομαι περδίκι, γίνομαι νονά, γίνομαι κουμπάρα, γίνομαι θεός γ. σαββιδάκης feat. κ. τσάβαλου stixoi, γίνομαι στα αγγλικά, became στα ελληνικά
γίνομαι στα αγγλικά