lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γίνομαι στα γερμανικά

Λέξη:
γίνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (7):
bekommen, geschehen, stehen, werden, zutragen, bleiben, woraufhin
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά γίνομαι, γίνομαι συνώνυμα, γίνομαι περδίκι, γίνομαι νονά, γίνομαι κουμπάρα, γίνομαι θεός γ. σαββιδάκης feat. κ. τσάβαλου stixoi, γίνομαι στα γερμανικά, bekommen στα ελληνικά
γίνομαι στα γερμανικά