lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γίνομαι στα νορβηγικά

Λέξη:
γίνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (2):
bli, stå
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά γίνομαι, γίνομαι συνώνυμα, γίνομαι περδίκι, γίνομαι νονά, γίνομαι κουμπάρα, γίνομαι θεός γ. σαββιδάκης feat. κ. τσάβαλου stixoi, γίνομαι στα νορβηγικά, bli στα ελληνικά
γίνομαι στα νορβηγικά