lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γίνομαι στα λιθουανική

Λέξη:
γίνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (3):
tapti, būti, likti
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική γίνομαι, γίνομαι συνώνυμα, γίνομαι περδίκι, γίνομαι νονά, γίνομαι κουμπάρα, γίνομαι θεός γ. σαββιδάκης feat. κ. τσάβαλου stixoi, γίνομαι στα λιθουανική, tapti στα ελληνικά
γίνομαι στα λιθουανική