lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γίνομαι στα ουκρανικά

Λέξη:
γίνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
вишикувати, вишикуватися, генеалогія, засідати, зморшка, колія, лінія, обрис, посидьте, риска, ряд, сидіти, стояти, сядьте, сісти, тягнутися, черга
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά γίνομαι, γίνομαι συνώνυμα, γίνομαι περδίκι, γίνομαι νονά, γίνομαι κουμπάρα, γίνομαι θεός γ. σαββιδάκης feat. κ. τσάβαλου stixoi, γίνομαι στα ουκρανικά, вишикувати στα ελληνικά
γίνομαι στα ουκρανικά