lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γίνομαι στα ουγγρική

Λέξη:
γίνομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (4):
áll, állni, futja, megmarad
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική γίνομαι, γίνομαι συνώνυμα, γίνομαι περδίκι, γίνομαι νονά, γίνομαι κουμπάρα, γίνομαι θεός γ. σαββιδάκης feat. κ. τσάβαλου stixoi, γίνομαι στα ουγγρική, áll στα ελληνικά
γίνομαι στα ουγγρική