lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμβολιάζω στα ιταλικά

Λέξη:
εμβολιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (3):
innestare, vaccinare, impiantare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά εμβολιάζω, εμβολιάζω στα ιταλικά, innestare στα ελληνικά
εμβολιάζω στα ιταλικά