lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμβολιάζω στα γερμανικά

Λέξη:
εμβολιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (3):
einimpfen, impfen, pfropfen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εμβολιάζω, εμβολιάζω στα γερμανικά, einimpfen στα ελληνικά
εμβολιάζω στα γερμανικά