lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμβολιάζω στα ισπανικά

Λέξη:
εμβολιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (5):
injertar, inocular, vacunar, implantar, vacunarse
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά εμβολιάζω, εμβολιάζω στα ισπανικά, injertar στα ελληνικά
εμβολιάζω στα ισπανικά