lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμβολιάζω στα φινλανδικά

Λέξη:
εμβολιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (2):
rokottaa, ympätä
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά εμβολιάζω, εμβολιάζω στα φινλανδικά, rokottaa στα ελληνικά
εμβολιάζω στα φινλανδικά