lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμβολιάζω στα ρωσικά

Λέξη:
εμβολιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
вакцинировать, прививать, сцепить, привить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά εμβολιάζω, εμβολιάζω στα ρωσικά, вакцинировать στα ελληνικά
εμβολιάζω στα ρωσικά