lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμβολιάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
εμβολιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
injectar, inocular, implantar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εμβολιάζω, εμβολιάζω στα πορτογαλικά, injectar στα ελληνικά
εμβολιάζω στα πορτογαλικά