lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμψυχώνω στα ιταλικά

Λέξη:
εμψυχώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (15):
agitare, aguzzare, animare, attivare, concitare, eccitare, incentivare, istigare, ravvivare, rianimare, risorgere, risuscitare, stimolare, stuzzicare, suscitare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά εμψυχώνω, εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω στα ιταλικά, agitare στα ελληνικά
εμψυχώνω στα ιταλικά