lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμψυχώνω στα σουηδικά

Λέξη:
εμψυχώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (4):
aktivera, animalisk, animera, stimulera
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά εμψυχώνω, εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω στα σουηδικά, aktivera στα ελληνικά
εμψυχώνω στα σουηδικά