lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμψυχώνω στα πολωνική

Λέξη:
εμψυχώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
ożywiać, pobudzać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική εμψυχώνω, εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω στα πολωνική, ożywiać στα ελληνικά
εμψυχώνω στα πολωνική