lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμψυχώνω στα γερμανικά

Λέξη:
εμψυχώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
ankurbeln, anregen, antreiben, aufleben, beleben, beseelen, erregen, hervorrufen, reizen, stacheln, stimulieren, wieder
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εμψυχώνω, εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω στα γερμανικά, ankurbeln στα ελληνικά
εμψυχώνω στα γερμανικά