lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμψυχώνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
εμψυχώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (9):
абнаўляць, ажыўляць, абуджаць, заахвочваць, падахвочваць, прымушаць, стымуляваць, схіляць, узбуджаць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας εμψυχώνω, εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω στα λευκορωσίας, абнаўляць στα ελληνικά
εμψυχώνω στα λευκορωσίας