lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εμψυχώνω στα γαλλικά

Λέξη:
εμψυχώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (20):
activer, aiguillonner, animer, aviver, dynamiser, ensoleiller, exciter, inciter, mouvementer, mouvoir, ragaillardir, ramener, ranimer, raviver, ressusciter, revivifier, solliciter, stimuler, susciter, vivifier
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά εμψυχώνω, εμψυχώνω συνώνυμο, εμψυχώνω συνώνυμα, εμψυχώνω στα αγγλικα, εμψυχώνω στα γαλλικά, activer στα ελληνικά
εμψυχώνω στα γαλλικά